- ὀξυθύμῳ
- ὀξύθυμονa kind of thymeneut dat sgὀξυθύ̱μῳ , ὀξύθυμοςquick to angermasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυθυμώ — ὀξυθυμῶ, έω (Α) [οξύθυμος] 1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα 2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι … Dictionary of Greek
οξυθύμησις — ὀξυθύμησις, ἡ (Α) [οξυθυμώ] (δ. ανάγν.) η ροπή σε ταχύ θυμό … Dictionary of Greek